δισυλλαβία

δισυλλαβία
δισυλλαβίᾱ , δισυλλαβία
pair of syllables
fem nom/voc/acc dual
δισυλλαβίᾱ , δισυλλαβία
pair of syllables
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δισυλλαβίᾳ — δισυλλαβίᾱͅ , δισυλλαβία pair of syllables fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλαβίας — δισυλλαβίᾱς , δισυλλαβία pair of syllables fem acc pl δισυλλαβίᾱς , δισυλλαβία pair of syllables fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλαβίαν — δισυλλαβίᾱν , δισυλλαβία pair of syllables fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραίω — Α (ποιητ. τ.) 1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.) 2. προκαλώ ναυάγιο 3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω 4. παθ. ῥαίομαι καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι 5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος ναυαγός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”